ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Τι το κοινό έχουν οι προκλητικά στοχευμένες δολοφονικές ενέργειες του Ισραήλ με την εισβολή ουκρανικών δυνάμεων στο ρωσικό έδαφος και την κατάληψη σημαντικής έκτασης ρωσικού εδάφους; Αν και η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των δύο περιπτώσεων φαίνεται στον χάρτη εξαιρετικά μεγάλη, στην πολιτική –πολεμική– πραγματικότητα οι περιπτώσεις αυτές είναι μέρος του ίδιου και του αυτού μετώπου.
Συμβαίνουν στη μεθόριο που χωρίζει τον Δυτικό Κόσμο με τους εχθρούς και αντιπάλους του. Με όσους δηλαδή αρνούνται τους νόμους, τους κανόνες και τις επιταγές που η Δύση επιβάλει. Δεδομένου δε ότι, στην δυτική πλευρά της διαμάχης, το βασικό κέντρο λήψης αποφάσεων είναι κοινό και βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό, είναι λογικό να υποψιαζόμαστε κάποιου είδους στρατηγικό συντονισμό ανάμεσα στα όσα εκτυλίσσονται στους διαφορετικούς αυτούς τόπους.
Το πρώτο κοινό σημείο είναι το μέγεθος, το στρατιωτικό και πολιτικό βάρος αυτών των ενεργειών. Τα διαδοχικά δολοφονικά κτυπήματα από την Βηρυτό ως την Τεχεράνη σαρώνουν “κόκκινες γραμμές”, ακυρώνουν επαφές και συνομιλίες και δημιουργούν αποτελεσματικούς φραγμούς απέναντι σε όποια “εξομάλυνση” της κατάστασης στην Μέση Ανατολή. Με απλά λόγια ρίχνουν στην φωτιά όσο λάδι κυκλοφορεί στην εύφλεκτη αυτή ζώνη.
Στο βόρειο μέτωπο η εισβολή πέντε ταξιαρχιών του ουκρανικού στρατού –τριών μηχανοκίνητων, μίας αερομεταφερόμενης και μίας πυροβολικού– αναδιοργανωμένων και εξοπλισμένων με δυτικά όπλα (το σύνολο των κατεστραμμένων οχημάτων τους είναι δυτικής προέλευσης), δεν είναι απλή επιδρομή. Στοχεύει στην κατοχή ρωσικού εδάφους σε στρατηγικό μάλιστα σημείο, εκεί όπου οι αγωγοί του φυσικού αερίου εισέρχονται σε ουκρανικό έδαφος πριν κατευθυνθούν προς την δυτική Ευρώπη. Η κατοχή μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων ρωσικού εδάφους, σαφώς ακυρώνει κάθε προσπάθεια ή ιδέα για τερματισμό του πολέμου. Θα ήταν αυτοκτονικό για την Μόσχα να αρχίσει διαπραγματεύσεις, ενόσω ο εχθρός βρίσκεται μέσα από τις πύλες της χώρας.
Ο κοινός παρονομαστής
Το μέγεθος, το ειδικό βάρος αυτών των ενεργειών έχει έναν προφανή κοινό παρονομαστή: Την παρεμπόδιση οποιασδήποτε ειρηνευτικής διαδικασίας, την συνέχιση και την διεύρυνση του πολέμου. Καθώς απομένουν λίγες μόνο εβδομάδες ως το πολιτικά αβέβαιο φθινόπωρο, όπου οι αμερικανικές εκλογές και οι ευρωπαϊκές αναταράξεις ίσως οδηγήσουν σε νέες ισορροπίες, έρχεται στο προσκήνιο ως απόλυτη προτεραιότητα η παγίωση μιας επιθετικής πολιτικής επιλογής σε τέτοια έκταση, που θα κάνει αδύνατο το όποιο πισωγύρισμα. Φαίνεται πως ο πόλεμος στην μεσαία ή και στη μεγάλη κλίμακα είναι πλέον σταθερή και αμετάκλητη απόφαση στην Ουάσινγκτον.
Τα παραπάνω αποτυπώνουν την πίεση που ο χρόνος εξασκεί στα κέντρα αποφάσεων της Δύσης. Επιτρέψτε μου ένα απλό παράδειγμα για το τι εννοώ. Στους πολεμικούς καιρούς που ζούμε πλήθος οπλικά συστήματα περνούν από την χώρα μας είτε για να πάρουν τους δρόμους του Βορρά, είτε τους αντίστοιχους της Ανατολής. Ετούτα τα συστήματα τα μεταφέρουν, μεταξύ άλλων, με ατελείωτες διαδοχικές πτήσεις μεταγωγικά αεροπλάνα. Αμερικανικά C-5, C-17, C-130, KC-135, KC-10 κλπ. πάνε κι έρχονται στα ελληνικά αεροδρόμια. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι οι ηλικίες των μεταφορικών αυτών αεροσκαφών: ειδικά για τα μεγαλύτερα από αυτά ξεκινούν από 35 χρόνια υπηρεσίας για να φτάσουν ως και τα περισσότερα από πενήντα. Το ίδιο συμβαίνει με τα αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού ή με τα “ιπτάμενα ραντάρ”. Πρόκειται προφανώς για έναν στόλο που βρίσκεται στο κατώφλι της γήρανσης και της απαξίωσης.
Το κόστος της αντικατάστασης ενός τεράστιου (πάνω από 500 αεροπλάνα) αεροπορικού στόλου που εξασφάλιζε ως τώρα την δυνατότητα απανταχού παρουσίας και ανάπτυξης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων είναι κάτι που πλέον η Αμερική δεν μπορεί να αναλάβει. Οι ΗΠΑ μπορούσαν να αναλαμβάνουν το 30-50% (μετά το 1990) των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών όταν η οικονομία τους αντιπροσώπευε το 25-30% της παγκόσμιας οικονομίας. Με μερίδιο πλέον 15% της παγκόσμιας οικονομίας και με δείκτες που φθίνουν, είναι αδύνατο να κρατήσεις την τρέχουσα υπεροχή στις στρατιωτικές και εξοπλιστικές δαπάνες. Πολύ περισσότερο όταν η μορφή του πολέμου εξελίσσεται και αλλάζει.
Ο χρόνος λοιπόν επιβάλει την αξιοποίηση του στρατιωτικού πλεονεκτήματος όσο το πλεονέκτημα αυτό διατηρείται. Καθώς δε οι παραγωγικές και οικονομικές ισορροπίες γέρνουν υπέρ του εκτός της Δύσης κόσμου, το άγχος της ανάσχεσης των εξελίξεων δείχνει να κυριεύει τον Δυτικό Κόσμο, ειδικά τους Αμερικανούς. Ο πόλεμος είναι το πλέον πρόσφορο μέσο για την ανάσχεση αυτή. Όσο τουλάχιστον οι συσχετισμοί το επιτρέπουν…
Συμβαίνουν στη μεθόριο που χωρίζει τον Δυτικό Κόσμο με τους εχθρούς και αντιπάλους του. Με όσους δηλαδή αρνούνται τους νόμους, τους κανόνες και τις επιταγές που η Δύση επιβάλει. Δεδομένου δε ότι, στην δυτική πλευρά της διαμάχης, το βασικό κέντρο λήψης αποφάσεων είναι κοινό και βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό, είναι λογικό να υποψιαζόμαστε κάποιου είδους στρατηγικό συντονισμό ανάμεσα στα όσα εκτυλίσσονται στους διαφορετικούς αυτούς τόπους.
Το πρώτο κοινό σημείο είναι το μέγεθος, το στρατιωτικό και πολιτικό βάρος αυτών των ενεργειών. Τα διαδοχικά δολοφονικά κτυπήματα από την Βηρυτό ως την Τεχεράνη σαρώνουν “κόκκινες γραμμές”, ακυρώνουν επαφές και συνομιλίες και δημιουργούν αποτελεσματικούς φραγμούς απέναντι σε όποια “εξομάλυνση” της κατάστασης στην Μέση Ανατολή. Με απλά λόγια ρίχνουν στην φωτιά όσο λάδι κυκλοφορεί στην εύφλεκτη αυτή ζώνη.
Στο βόρειο μέτωπο η εισβολή πέντε ταξιαρχιών του ουκρανικού στρατού –τριών μηχανοκίνητων, μίας αερομεταφερόμενης και μίας πυροβολικού– αναδιοργανωμένων και εξοπλισμένων με δυτικά όπλα (το σύνολο των κατεστραμμένων οχημάτων τους είναι δυτικής προέλευσης), δεν είναι απλή επιδρομή. Στοχεύει στην κατοχή ρωσικού εδάφους σε στρατηγικό μάλιστα σημείο, εκεί όπου οι αγωγοί του φυσικού αερίου εισέρχονται σε ουκρανικό έδαφος πριν κατευθυνθούν προς την δυτική Ευρώπη. Η κατοχή μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων ρωσικού εδάφους, σαφώς ακυρώνει κάθε προσπάθεια ή ιδέα για τερματισμό του πολέμου. Θα ήταν αυτοκτονικό για την Μόσχα να αρχίσει διαπραγματεύσεις, ενόσω ο εχθρός βρίσκεται μέσα από τις πύλες της χώρας.
Ο κοινός παρονομαστής
Το μέγεθος, το ειδικό βάρος αυτών των ενεργειών έχει έναν προφανή κοινό παρονομαστή: Την παρεμπόδιση οποιασδήποτε ειρηνευτικής διαδικασίας, την συνέχιση και την διεύρυνση του πολέμου. Καθώς απομένουν λίγες μόνο εβδομάδες ως το πολιτικά αβέβαιο φθινόπωρο, όπου οι αμερικανικές εκλογές και οι ευρωπαϊκές αναταράξεις ίσως οδηγήσουν σε νέες ισορροπίες, έρχεται στο προσκήνιο ως απόλυτη προτεραιότητα η παγίωση μιας επιθετικής πολιτικής επιλογής σε τέτοια έκταση, που θα κάνει αδύνατο το όποιο πισωγύρισμα. Φαίνεται πως ο πόλεμος στην μεσαία ή και στη μεγάλη κλίμακα είναι πλέον σταθερή και αμετάκλητη απόφαση στην Ουάσινγκτον.
Τα παραπάνω αποτυπώνουν την πίεση που ο χρόνος εξασκεί στα κέντρα αποφάσεων της Δύσης. Επιτρέψτε μου ένα απλό παράδειγμα για το τι εννοώ. Στους πολεμικούς καιρούς που ζούμε πλήθος οπλικά συστήματα περνούν από την χώρα μας είτε για να πάρουν τους δρόμους του Βορρά, είτε τους αντίστοιχους της Ανατολής. Ετούτα τα συστήματα τα μεταφέρουν, μεταξύ άλλων, με ατελείωτες διαδοχικές πτήσεις μεταγωγικά αεροπλάνα. Αμερικανικά C-5, C-17, C-130, KC-135, KC-10 κλπ. πάνε κι έρχονται στα ελληνικά αεροδρόμια. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι οι ηλικίες των μεταφορικών αυτών αεροσκαφών: ειδικά για τα μεγαλύτερα από αυτά ξεκινούν από 35 χρόνια υπηρεσίας για να φτάσουν ως και τα περισσότερα από πενήντα. Το ίδιο συμβαίνει με τα αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού ή με τα “ιπτάμενα ραντάρ”. Πρόκειται προφανώς για έναν στόλο που βρίσκεται στο κατώφλι της γήρανσης και της απαξίωσης.
Το κόστος της αντικατάστασης ενός τεράστιου (πάνω από 500 αεροπλάνα) αεροπορικού στόλου που εξασφάλιζε ως τώρα την δυνατότητα απανταχού παρουσίας και ανάπτυξης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων είναι κάτι που πλέον η Αμερική δεν μπορεί να αναλάβει. Οι ΗΠΑ μπορούσαν να αναλαμβάνουν το 30-50% (μετά το 1990) των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών όταν η οικονομία τους αντιπροσώπευε το 25-30% της παγκόσμιας οικονομίας. Με μερίδιο πλέον 15% της παγκόσμιας οικονομίας και με δείκτες που φθίνουν, είναι αδύνατο να κρατήσεις την τρέχουσα υπεροχή στις στρατιωτικές και εξοπλιστικές δαπάνες. Πολύ περισσότερο όταν η μορφή του πολέμου εξελίσσεται και αλλάζει.
Ο χρόνος λοιπόν επιβάλει την αξιοποίηση του στρατιωτικού πλεονεκτήματος όσο το πλεονέκτημα αυτό διατηρείται. Καθώς δε οι παραγωγικές και οικονομικές ισορροπίες γέρνουν υπέρ του εκτός της Δύσης κόσμου, το άγχος της ανάσχεσης των εξελίξεων δείχνει να κυριεύει τον Δυτικό Κόσμο, ειδικά τους Αμερικανούς. Ο πόλεμος είναι το πλέον πρόσφορο μέσο για την ανάσχεση αυτή. Όσο τουλάχιστον οι συσχετισμοί το επιτρέπουν…
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου