Μετά το υπουργείο Εξωτερικών, «λευκή σημαία» και από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας – «Ασφυκτιά» ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αμυντικές δαπάνες και για αυτό ζητά την εξαίρεση τους. Αυτό προκύπτει από τις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια συζήτησης στη οποία συμμετείχε το Σάββατο 31 Αυγούστου στο GLOBSEC Forum 2024, το οποίο διεξήχθη στην Πράγα.
«Θέλω να πω, πασχίζω καθημερινά, μα καθημερινά, με τις δημοσιονομικές αναγκαιότητες του Υπουργείου μου, προσπαθώντας να μεταμορφώσω τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε αυτό που ονομάζουμε Ατζέντα 2030, στο επίπεδο του 21ου αιώνα. Ακριβώς επειδή έχω να αντιμετωπίσω αυτές τις δυσκολίες. Και έχω και την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πλάτη μου – εξαιτίας των ελλειμμάτων και του χρέους – και δεν μπορώ να κάνω το ένα, δεν μπορώ να κάνω το άλλο, πρέπει να επαναπρογραμματίζω για μετά από 10-15 χρόνια», είπε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, δημοσιοποιώντας το καθημερινό μαρτύριο που βιώνει.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζει την αμυντική δυνατότητα βάσει χρέους και ελλείμματος. Αφού λέμε ότι πρέπει να καταβάλουμε τεράστια προσπάθεια για να καλύψουμε την απόσταση και ότι δεν έχουμε χρόνο, αυτό δεν μπορεί να ισχύει», συνέχισε, επιχειρώντας να αναδείξει την ασυμβατότητα μεταξύ των δημοσιονομικών κανόνων και της απόκτησης του επιθυμητού επιπέδου αμυντικής ικανότητας.
»Οπότε, θέλω να πω, εντάξει, θα αποκτήσουμε Επίτροπο Άμυνας, τέλεια, ωραία. Τι θα κάνει ο Επίτροπος Άμυνας, αν εγώ δεν μπορώ να υπογράψω μια επιταγή; Γι’ αυτό, παρακαλώ, ας αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες όσον αφορά την Άμυνα. Αυτό θα ήταν το κυριότερο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο μέλλον», κατέληξε, ζητώντας την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Με αυτό τον τρόπο και περίπου τρεις μήνες από την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας αναδεικνύει και εισαγάγει στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του δημοσιονομικού χώρου.
Κάποιος κακεντρεχής παρατηρητής θα μπορούσε να σχολιάσει ότι ο Δένδιας παραβιάζει ανοικτές θύρες, καθώς το ζήτημα της εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες είχε ήδη τεθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη (που πιθανότατα λόγω θέσης γνώριζε νωρίτερα το πρόβλημα που θα ανακύψει). Ο ίδιος κακεντρεχής παρατηρητής με βάση την ελληνική εμπειρία, τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι βρισκόμαστε ενώπιον της γέννησης ενός νέου επικοινωνιακού αφηγήματος.
Ενός αφηγήματος που η ευθύνη για
>τα αποτελέσματα και τις συνέπειες της αποκλειστικής σχεδόν χρήσης της πρακτικής των απευθείας αναθέσεων, με πραγματική ή προσχηματική επίκληση του γεωπολιτικού κριτηρίου και ταυτόχρονα του εξοβελισμού των τυπικών διαγωνιστικών διαδικασιών,
>τα λάθη, τις παραλείψεις και τις κλαδικές, συντεχνιακές και λοιπές σκοπιμότητες στην απονομή προτεραιότητας στην υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων,
>την μέχρι σήμερα επιδειχθείσα παντελή κυβερνητική αδιαφορία για την επίτευξη εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής,
>τον ασαφούς περιεχομένου και κατεύθυνσης εκσυγχρονισμό της άγραφης, και άρα μη δεσμευτικής, «Ατζέντας 2030», θα επιρριφθεί τελικά στους δημοσιονομικούς κανόνες και την… έλλειψη δυνατότητας υπογραφής επιταγής.
Θέλω αλλά δεν μπορώ!
Με άλλα λόγια, «εγώ θέλω να ενισχύσω την εθνική άμυνα αλλά δεν μου το επιτρέπουν οι δημοσιονομικοί κανόνες». Και όμως ο «κορσές», δηλαδή οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι περιοριστικές συνέπειες τους αποτελούν ελληνική, καθημερινή πραγματικότητα τα τελευταία 15 χρόνια.
Άρα η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα έπρεπε να σχεδιάζει και να προγραμματίζει στη βάση αυτής της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα η πρώτη θα προσπαθούσε για την ακύρωση ή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων. Και καθώς το οικονομικό και δημοσιονομικό πλαίσιο είναι περιοριστικό θα έπρεπε να επιδεικνύουν πάρα πολύ μεγάλη προσοχή στην προτεραιοποίηση της υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τα δισ. από το παράθυρο
Όμως η μέχρι σήμερα πορεία έδειξε ότι αυτό δεν γίνεται. Γιατί όταν τους τελευταίους οκτώ μήνες δεσμεύονται περί τα 4,5 δις ευρώ για τη με ταχείες διαδικασίες υλοποίηση δύο προγραμμάτων, την προμήθειας των 35 ελικοπτέρων UH-60M Blackhawk (κόστος περί τα 1,2 δις ευρώ) και των 20 άοπλων μαχητικών F-35A Lightning II (κόστους 3,7 δις δολαρίων ΗΠΑ, 3,35 δις ευρώ με την τρέχουσα ισοτιμία), είναι αναμενόμενο ότι θα ανακύψει θέμα δημοσιονομικού χώρου.
Και όταν και στις δύο περιπτώσεις η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας είναι μηδενική, διότι η κυβέρνηση, όπως και οι προκάτοχοι της, αποφεύγει να θεσπίσει αυστηρούς και διαφανείς κανόνες για τους επωφελούμενους από αυτή, τότε μηδενικές θα είναι και οι επιστροφές στην εθνική βιομηχανία και άρα πιο δυσβάστακτο το κόστος.
Το ζήτημα δεν είναι η ποιότητα – επιδόσεις των δύο, υψηλού κόστους προαναφερθέντων οπλικών συστημάτων (UH-60M και F-35A), αλλά η προτεραιότητα που θα πρέπει να αποδοθεί στην υλοποίηση τους, εντός του υφιστάμενου περιοριστικού οικονομικού και δημοσιονομικού πλαισίου. Γιατί όταν βρισκόμαστε ενώπιον απαξίωσης σημαντικού μέρους της αεράμυνας και με υποτυπώδεις (ακόμη και σε σχέση μη κρατικούς δρώντες όπως οι Χούθι, Χαμάς και Χεζμπολάχ) δυνατότητες κρούσης σε μεγάλα βεληνεκή, πώς μπορεί να προηγείται αυτών στη λίστα προτεραιότητας, η προμήθεια ελικοπτέρων γενικής χρήσης που όπως αποδείχθηκε στην Ουκρανία η χρήση τους για αεροκίνηση δυνάμεων έχει πλέον καταστεί δυσχερής;
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη και προβληματική εφόσον συνυπολογιστούν τα κόστη που απαιτεί η συντήρηση και υποστήριξη των διαθέσιμων συστημάτων και μέσων. Για παράδειγμα, με βάση τα στοιχεία που αποδεσμεύθηκαν στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, κατά την περίοδο 2019-2023 το ύψος των συμβάσεων που ανατέθηκαν για συμβάσεις Εν-Συνεχεία-Υποστήριξης (ΕΣΥ – FOS: Follow On Support) συμπεριλαμβανομένων των FMS Cases τύπου Q και Κ, συντήρηση, ανταλλακτικά και υλικά ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ και ενώ οι απαιτήσεις ήταν (και συνεχίζουν να είναι) σημαντικά υψηλότερες.
Think out of the box…
Ασχέτως δημοσιονομικών κανόνων απόλυτα υψηλή προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελεί η σχεδίαση της εθνικής αμυντικής ικανότητας, ώστε αφενός να ανταποκρίνεται στο επίπεδο της απειλής και αφετέρου να είναι οικονομικά βιώσιμη. Αυτό σημαίνει ότι οι συμβατικές, βασισμένες σε λογικές του παρελθόντος, προσεγγίσεις που ακολουθούνται μέχρι και σήμερα, θα πρέπει να υποκατασταθούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ή συμπληρωθούν από αντισυμβατικές / ασύμμετρες.
Για παράδειγμα είναι αδιανόητο ότι ενώ ο κλασσικός συσχετισμός ναυτικών δυνάμεων είναι πλέον σε βάρος μας, να διστάζουμε να στραφούμε προς τη μαζική χρήση μη επανδρωμένων επιφανείας, σημαντικά χαμηλότερου κόστους προμήθειας, λειτουργίας, συντήρησης και υποστήριξης, για να αρνηθούμε τον θαλάσσιο έλεγχο στις εχθρικές ναυτικές δυνάμεις και να μετατρέψουμε το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου σε χώρο καταστροφής τους. Προφανώς η επιλογή αυτή δεν παρέχει τις επιχειρησιακές δυνατότητες που απαιτούνται σε ειρήνη και κρίση (π.χ. μόνιμη παρουσία, επίδειξη σημαίας) αλλά με ανεκτό κόστος δημιουργεί περίπλοκα επιχειρησιακά προβλήματα στον αντίπαλο.
Πάντως είναι εξόχως ανησυχητικό το φαινόμενο, ότι μετά τον υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Γεραπετρίτη, ο οποίος χωρίς ενσυναίσθηση, με μερικές μόνο λέξεις ακύρωσε την εθνική αποτροπή και δεύτερο πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησης, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας, ουσιαστικά να παραδέχεται δημοσίως ότι δυσκολεύεται («πασχίζω», «δεν μπορώ να κάνω το ένα, δεν μπορώ να κάνω το άλλο») να υποστηρίξει οικονομικά τον σχεδιασμό του, την «Ατζέντα-2030».
Θεωρεί απίθανο η Τουρκία να ερμηνεύσει τις δηλώσεις του ως «πρόσκληση» να διαπιστώσει το «σημείο κάμψης» της ελληνικής πλευράς;
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου