Εἶναι γνωστό ὅτι τό κράτος πού συνηθίζουμε νά ἀποκαλοῦμε Βυζαντινό οὐδέποτε ἀπεκλήθη ἔτσι ὅσο ὑπῆρχε. Ἡ ὀνομασία Βυζαντινό Κράτος διαμορφώθηκε ἀπό Γερμανούς ἱστορικούς ἕναν αἰῶνα μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ βάση τό ὄνομα Βυζάντιο τῆς ἀρχαίας ἀποικίας τῶν Μεγαρέων, ἐπί τῆς ὁποίας ἐκτίσθη ἡ Κωνσταντινούπολις. Τό πραγματικό ὄνομα τοῦ κράτους ἦταν Ρωμανία. Δηλαδή κράτος μέ πρωτεύουσα τή Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη. Τήν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος μέ πολλές ἱστορικές πηγές πού τό ἀναφέρουν μπορεῖ νά βρεῖ ὁ μελετητής στό βιβλίο τῆς Ἑλένης Γλύκατζη Ἀρβελέρ «Γιατί τό Βυζάντιο». Ἐκεῖ μαθαίνουμε ὅτι οἱ αὐτοκράτορες ἀπένεμαν ἐπαίνους στούς πιστούς κρατικούς λειτουργούς μέ τή φράση: «Διά τούς κόπους οὕς ἐμόχθησας ὑπέρ τῆς Ρωμανίας» (1). Πασίγνωστος εἶναι καί ὁ Ποντιακός θρῆνος γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης καί γιά τήν ἐλπίδα ἀνασυστάσεως τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας: «Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν, ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο»!
Ὁ τίτλος τῶν Αὐτοκρατόρων ἦταν «πιστός ἐν Χριστῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ὁ τίτλος αὐτός δέν εἶχε ἐθνική ἀλλά πολιτειακή σημασία. Θεωροῦσαν ὅτι κρατικά, πολιτειακά συνέχιζαν τό Ρωμαϊκό κράτος καί ἔτσι εἶχαν δικάιωμα νά κυβερνοῦν διαφόρους λαούς. Τό δικαίωμα αὐτό βλέπουμε νά τονίζει στόν ἐπίσημο τίτλο του ὁ Μανουήλ Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀναγράφεται ὡς ἑξῆς: «Μανουήλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς ὁ πορφυρογέννητος, Ρωμαίων αὐτοκράτωρ εὐσεβέστατος, ἀεισεβαστός, αὔγουστος, ἰσαυρικός, κελτικός, ἀρμενικός, δαλματικός, οὑγγρικός.... θεοκυβέρνητος κληρονόμος τοῦ στέμματος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ψυχῇ νεμόμενος τά τούτου δίκαια». (2)
Οὑσιαστικά τούς ἐξυπηρετοῦσε ἡ συνέχιση τῆς χρήσεως αυτοῦ τοῦ τίτλου γιά νά μποροπυν νά διοικοῦν ἕνα πολυεθνικό κράτος. Τιμητικά τόν διετήρησαν ἀκόμη καί ὅταν μετά τήν Δ΄Σταυροφορία τοῦ 1204 κατελήφθη ἀπό Λατίνους Σταυροφόρους ἡ Κωνσταντινούπολη καί δημιουργήθηκαν 3 ἀμιγῶς ἑλληνικά ἐθνικά κράτη στή Νίκαια, στήν Τραπεζοῦντα καί στήν Ἤπειρο. Ὁ Πατριάρχης καί ὁ νόμιμος διάδοχος τῶν αὐτοκρατόρων μεταφέρθηκαν στή Νίκαια τῆς Μικρασιατικῆς Βιθυνίας καί ἀπό τό 1204 ἕως τό 1261 καλλιέργησαν τή Μεγάλη Ἰδέα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχοντας πλήρη συνείδηση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς τους.
Πολλοί διερωτῶνται ἄν κάτω ἀπό τό ὄνομα Ρωμαῖος τήν ἐποχή ἐκείνη χάνεται, κρύβεται ἤ ἀλλοιώνεται ὁ Ἑλληνισμός. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό ὄνομα Ρωμαῖος δήλωνε στή βυζαντινή ἐποχή τήν ὑπηκοότητα, ὄχι τήν ἐθνική καταγωγή. Δηλαδή στό πολυεθνικό μέχρι τό 1204 κράτος τῆς Ρωμανίας , μέ συνεκτικό κρίκο τήν ἑλληνική γλῶσσα, τόν ἑλληνικό πολιτισμό, τή μελέτη τῶν ἀρχαίων κλασικῶν καί βεβαιότατα τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, κατοικοῦσαν διαφορετικές ἐθνότητες. Ἡ ἑλληνική ἐθνότητα ἦταν πάντα κυρίαρχη ἔστω κι ἄν κατά τούς πρώτους βυζαντινούς αἰῶνες τό ὄνομα Ἕλλην δέν ἐχρησιμοποιεῖτο εὐκολα λόγῳ συνδέσεώς του μέ τήν εἰδωολατρία. Ὅμως ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα ἔχουμε γραπτές μαρτυρίες ὅτι ἡ ἑλληνική ἐθνότητα συνεχίζει τήν ἱστορική της πορεία καί εἶναι διακριτή ἀπό τίς ἄλλες ἐθνότητες. Συγκεκριμένα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μέγας Φώτιος ἀπαντῶντας πρός τόν Ἐπίσκοπο Κυζίκου Ἀμφιλόχιο ἐπί θεολογικῶν ζητημάτων γράφει ὅτι: «Προτείνουσιν, ἔφης, τῶν Εἰκονομάχων οἱ θρασύτεροι καί κακόσχολοι, καί σοφόν ἡγοῦνται τό περίεργον, ποία τῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ ἀληθής, πότερον ἡ παρά Ρωμαίοις, ἤ ἥνπερ Ἰνδοί γράφουσιν, ἤ ἡ παρ’ Ἕλλησιν, ἥ ἡ παρ’ Αἰγυπτίοις....» (3). Βλέπουμε ὅτι ἀναφέρεται σέ Ἕλληνες πού ἁγιογραφοῦν τόν Χριστό, ἄρα σέ Ἕλληνες Χριστιανους τῆς ἐποχῆς καί ὄχι σέ Ἕλληνες μέ τήν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρη.
Τό παράδειγμα τοῦ σημερινοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου τῆς Μεγάλης Βρετανίας καί Βορείου Ἰρλανδίας εἶναι χαρακτηριστικό γιά νά καταλάβουμε τή δοαφορά μεταξύ ὑπηκοότητος καί ἐθνότητος. Οἱ κάτοχοι τοῦ διαβατηρίου αὐτοῦ εἶναι ὑπήκοοοι Ἡνωμένου Βασιλείου, ἀλλά ἐθνολογικά ἄλλοι –οἱ περσσότεροι εἶναι Ἄγγλοι, ἄλλοι Σκῶτοι, ἄλλοι Οϋαλλοί, ἄλλοι Βορειοιρλανδοί κ.λπ. Ἔτσι καί οἱ ὑπήκοοι τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Ρωμανίας ἦσαν Ρωμαῖοι ὡς πρός τήν κρατική ὑπηκοότητα, ἀλλἀ ὠς ἐθνότητα ἄλλοι εἶχαν τήν ἑλληνική –οἱ περισσότεροι -ἄλλοι τήν σερβική, ἄλλοι τήν ἀρμενική, ἀλλλοι ἦσαν Βάραγκοι Σκανδιναβοί ( ἡ φρουρά τοῦ Αὐτοκράτορος) κ.λπ. Ὅπως στό Ἡνωμένο Βασίλειο ἡ ἐπικρατοῦσα ἐθνότητα εἶναι οἱ Ἄγγλοι καί δίνουν τή γλῶσσα τους καί τόν πολιτισμό τους σέ ὅλο τό κράτος, ἔτσι καί οἱ Ἕλληνες στή Ρωμανία ἦσαν τό ἐπικρατοῦν στοιχεῖο καί ἐπέτυχαν νά καθιερώσουν τή γλῶσσα τους καί τόν πολιτισμό τους. Γι’ αυτό καί ἡ κ. Ἀρβελέρ τονίζει συχνά ὅτι τό Βυζάντιο ἦταν κράτος πολυεθνικό, ἀλλά μονοπολιτισμικό, λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς γλωσσικῆς καί πολιτιστικῆς συνέχειας.
Στήν ἑλληνικότατη Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας-πού προαναφέραμε- μετά τόν Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι βασίλευσε ὁ γαμβρός του, ὁ ἐλεήμων καί γενναῖος Ἰωάννης Γ΄Δούκας Βατάτζης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στό Δισυμότειχο καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (στίς 4 Νοεμβρίου). Ὁ Βατάτζης τό 1237 ἀπήντησε σέ μία θρασεῖα ἐπιστολή τοῦ Πάπα Ἰωάννου Θ΄καί μεταξύ ἀλλων τοῦ γράφει: «...Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπό τό δικό μας, τό Ἑλληνικό γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καί τά ἀγαθά της καί διαδόθηκε στούς ἀλλους λαούς... Οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας μου εἶναι ἀπό τό γένος τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μήν ἀναφέρω ἐδῶ καί ὅλους τούς ἄλλους βασιλεῖς πού εἶχαν ἑλληνική καταγωγή και γιά πολλές ἑκατοντάδες χρόνια κατεῖχαν τή βασιλική ἐξουσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτούς ὅλους καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ αὐτοκράτορες τούς προσκυνοῦσαν ὡς αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων» (4). Βλέπουμε, λοιπόν, μία τρανταχτή ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς διπλῆς ἰδιότητος. Κρατικά ἔνιωθαν Ρωμαῖοι, ἀλλά ἐθνικά ἦσαν Ἔλληνες και τό διεκήρυτταν. Τήν ἑλληνικότητά τους βρωντοφωνάζουν καί ὁ γιός τοῦ Βατάτζη Θεόδωρος Β΄Λάσκαρις , ὁ ἱστορικός τοῦ 1204 Νικήτας Χωνιάτης καί πολλοί ἄλλοι.
Τήν μαρτυρία αὐτή τοῦ Βατάτζη, ἡ ὁποία καταδεικνύει ὅτι κάτω ἀπό τόν τίτλο «Βασιλεύς Ρωμαίων» ἔσφυζε καί ἐπάλλετο ἡ μηδέποτε διακοπεῖσα ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, προσπάθησαν κάποιοι νά ἀμφισβητήσουν ὡς μή γνήσια. Ὅπως μέ πληροφόρησε ὁ Ὁμότιμος καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας κ. Παναγιώτης Νικολόπουλος ἡ ὑπόθεση ἐν συντομίᾳ ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό κείμενο ἀνεκάλυψε στήν Πάτμο ὁ Ἰωάννης Σακελλίων καί τό δημοσίευσε στό περιοδικό Ἀθήναιον τῶν Ἀθηνῶν, στό τεῦχος 1 τοῦ 1872 καί στίς σελίδες 372-378. Ὁ Ἀντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905) δημοσίευσε μία κακοποιημένη νεοελληνική μετάφραση-παράφραση τῆς ἐπιστολῆς στό βιβλίο του Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας. Αὐτή τήν ἀδόκιμη παράφραση διάβασε ὁ Γερμανός Αὔγουστος Heisenberg καί τό 1899 ἀμφισβήτησε τή γνησιότητά της λέγοντας ὅτι δέν ἦταν δυνατόν ἡ σώφρων Βυζαντινή γραμματεία νά ἔχει συντάξει ἕνα τέτοιο κείμενο. Πάντως πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ Heisenberg ὑπεράσπισε τήν ἐλληνικότητα τοῦ Βυζαντίου χαρακτηρίζοντάς το ὡς «τό ἐκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό κράτος τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους», χαρακτηρισμό τόν ὁποῖο ἐπανέλαβε τόν 20ό αιῶνα καί ὁ Ἕλλην Βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθηνός. Στήν ἀμφισβήτηση τοῦ Heisenberg ἀπήντησε τεκμηριωμένα τό 1930 ὁ Γάλλος μοναχός Venance Grummel (5). Εἶχε τήν ἐξαιρετική τύχη νά βρεῖ στα΄Ἀρχεῖα τοῦ Βατικανοῦ τήν ἐπιστολή, τήν ὁποία ἔστειλε στόν Ἰωάννη Βατάτζη ὁ Πάπας Νικόλαος Θ΄ καί ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Ἐπειδή πιστεύεται ὅτι ἡ σοφία βασιλεύει εἰς τούς Ἕλληνας...». Ὁ Grummel πιστεύει ὅτι ἄν ὁ Heisenberg γνώριζε τήν ἐπιστολή τοῦ Πάπα , στήν ὁποία ἀπαντᾶ λέξη πρός λέξη ὁ Βατάτζης δέν θά ἀμφισβητοῦσε τό κείμενο τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας. Τό θέμα ἔτσι ἔληξε γιά τους ἐπιστήμονες καί ὁ Franz Dolger στά Regesten τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατορικῶν Ἐγγράφων κατατάσσει τήν ἐπιστολή μεταξύ τῶν γνησίων ἐγγράφων. Ἀλλά καί τό 2006 ὁ Luca Pieralli τῆς Βιβλιοθήκς τοῦ Βατικανοῦ ἐκτενῶς ὁμιλεῖ γιά τή γνησιότητα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Βατάτζη.
Ἡ ἑλληνικότητα τῆς παιδείας ἀποτελεῖ ἄλλη μία μαρτυρία τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας τῶν Βυζαντινῶν. Ἄν καί χρησιμοποιοῦσαν τό κρατικό ὄνομα Ρωμαῖοι οὐδέποτε δίδαξαν τήν Αἰνειάδα τοῦ Βιργιλίου πού ἦταν τό ἔπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Δίδασκαν μετά μεγάλου σεβασμοῦ τόν Ὅμηρο καί τούς κλασικούς Ἕλληνες συγγραφεῖς. Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ἀείμνηστος πλέον Βρετανός Βυζαντινολόγος, συνήθιζε νά ὑπογραμμίζει ὅτι: «Ἡ Ἄννα Κομνηνή δέν ἐξηγεῖ ποτέ τά σημεῖα, τά ὁποῖα ἀντιγράφει αὐτούσια ἀπό τόν Ὅμηρο. Ὅλοι οἱ αναγνῶστες της τά γνώριζαν καθώς ὁ Ὅμηρος ἀποτελοῦσε τήν κύρια διδακτέα ὕλη στούς μαθητές τῆς αὐτοκρατορίας». Ἔτσι κατανοοῦμε καλύτερα τή φράση τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε: «Ρωμιοσύνη εἶναι ἡ Χριστιανική Ἑλλάδα». Ἡ νεώτερη ἔννοια τοῦ Ρωμηοῦ (ἤ Ρωμιοῦ) δέν ἀρνεῖται τόν Ἑλληνισμό, ἀλλά συνδέει τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν ἑλληνικότητα καί μᾶς θυμίζει τήν ἔνδοξη βυζαντινή κληρονομιά μας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1).Ἑλένη Γλύκατζη Ἀρβελέρ, Γιατί τό Βυζἀντιο, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2009, σελ. 163.
(2). Πάρι Γουναρίδη, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές καί Νεοελληνικές Έρμηνεῖες, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1984, σελ 13.
(3) Ἑλληνική Πατρολογία Migne, τόμος 101, στήλη 948, ἔκδ. Κέντρου Πατερικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι 1991.
(4). Ἡ νεοελληνική ἀπόδοση δημοσιεύεται στο βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Σαρσάκη: Ἰωάννης Βατάτζης-ὁ Ἅγιος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 85-88. Τό πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύεται στόν τόμο τοῦ Ἀποστόλου Βακαλοπούλου: Πηγές Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Α΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 50-53.
(5). Ἡ ἀπάντηση δημοσιεύθηκε στό περιοδικό ECHOS D’ ORΙENT, τόμος 29, Παρίσι 1930, σελ. 449-458.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου