Μετά τον Κένεθ Γουόλτζ, ένας ακόμη κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας της εποχής μας, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Σικάγου, ο Τζον Μερσχάιμερ, εκπρόσωπος της «σχολής» του αποκαλούμενο στη θεωρία ως «πολιτικού ρεαλισμού» (αν και υπάρχουν αρκετές υποκατηγορίες), φιλοξενήθηκε από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και συγκεκριμένα από τα Τμήματα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών.
Ο Μερσχάιμερ, αν και το έργο του είναι γνωστό παγκοσμίως στην κοινότητα των διεθνών σχέσεων, έγινε πιο γνωστός ο τελευταίο διάστημα με τη συγγραφή βιβλίου με τίτλο «Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ», στο οποίο υποστήριξε μαζί με συνάδελφό του, ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ πρέπει να επανεξεταστεί, προκαλώντας σάλο στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική ελίτ.
Ο Αμερικανός καθηγητής προσεκλήθη με την ευκαιρία εκδήλωσης η οποία ασχολήθηκε με το ακόλουθο θέμα: «Η άνοδος της Κίνας στο διεθνές σύστημα μπορεί να είναι ειρηνική;». Μονολεκτικά ο ίδιος απάντησε πως όχι αν και διευκρίνισε ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα μπορεί να είναι μόνο θεωρητική.
Σύμφωνα με ενημέρωση που έκανε μέσω του διαδικτυακού του κόμβου ο καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ηλίας Κουσκουβέλης, ο Μερσχάιμερ κάνει στην ανάλυσή του πέντε υποθέσεις:
> Τα κράτη είναι οι μοναδικοί δρώντες στο διεθνές σύστημα και το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποια ανώτερη αρχή που να διασφαλίζει την τάξη στο διεθνές σύστημα.
> Όλα τα κράτη διαθέτουν κάποια στρατιωτική ισχύ.
> Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για τις προθέσεις των κρατών
> Τα κράτη είναι ορθολογικοί παίκτες.
> Πρωταρχικός στόχος των κρατών είναι η επιβίωσή τους.
Αυτές οι υποθέσεις οδηγούν το καθηγητή στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους τα κράτη είναι η συνεχής αύξηση της ισχύος τους, γι’ αυτό και ονομάζει την θεωρία του «επιθετικό ρεαλισμό». Κάθε μεγάλη δύναμη επιδιώκει την ηγεμονία. Ωστόσο, ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος και καμία δύναμη δεν μπορεί να καταστεί ο ηγεμόνας του. Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει μια δύναμη είναι η περιφερειακή ηγεμονία.
Με βάση αυτή τη θεωρία ο καθηγητής Mearsheimer εξήγησε την άνοδο της Αμερικής από το 1783 και μετά και την ηγεμονία της στο δυτικό ημισφαίριο, για να καταλήξει ότι με τον ίδιο τρόπο μπορεί να αναδυθεί και η Κίνα στην Ασία.
Σε αυτή την περίπτωση η αντιπαλότητα Κίνας – Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο παρά σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Εάν υπάρξει πόλεμος τότε αυτός θα είναι πολύ περιορισμένος, εξαιτίας του φόβου μιας πυρηνικής κλιμάκωσης.
Ο Αμερικανός καθηγητής δεν είναι αισιόδοξος για τη δυνατότητα και την προθυμία των Ευρωπαίων να συνδράμουν τις ΗΠΑ, ώστε να εξισορροπηθεί η Κίνα και για αυτό οι ΗΠΑ θα καταφύγουν στη βοήθεια ασιατικών δυνάμεων, όπως η Ιαπωνία και η Ινδία. Στην περίπτωση αυτή μήλο της έριδος θα αποτελέσουν η Ινδονησία, αλλά και η Ταϊβάν. Επίσης, δεν προέκρινε την άποψη ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση θα αποτρέψει την ενδεχόμενη σύγκρουση.
Το συμπέρασμα ότι «στο τέλος η πολιτική υπερισχύει της οικονομίας», ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναφορές που έκανε. Εμείς βέβαια θα αντιτείναμε ότι ειδικά στην περίπτωση των σχέσεων ΗΠΑ και Κίνας, ο οικονομικός παράγοντας παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ρύθμισή τους, ενώ η αλληλεξάρτηση των δυο χωρών είναι απίστευτα ισχυρή.
Ωστόσο, η επισήμανση αυτή δεν γίνεται για να ταχθούμε εμμέσως υπέρ της σχετικής θεωρίας που δίνει βάρος στην «αλληλεξάρτηση» (interdependence), αλλά για να υποστηρίξουμε ότι αυτό το δεδομένο καθιστά σταθερή τη διμερή σχέση μόνο βραχυπρόθεσμα ή/και μεσοπρόθεσμα. Αυτή καθεαυτή η ισχυρότατη αλληλεξάρτηση, με απλά λόγια σημαίνει ότι ακόμα και η πιο «αθώα» ενέργεια στο οικονομικό πεδίο έχει απευθείας αντίκτυπο στο στρατηγικό επίπεδο (π.χ. η παύση αγοράς αμερικανικών ομολόγων από την Κίνα, δηλαδή χρέους των ΗΠΑ, ή ο πληθωρισμός του αμερικανικού νομίσματος από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, τη FED) και μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το επίπεδο έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες.
Την εκδήλωση προλόγισαν ο καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Ηλίας Κουσκουβέλης και ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δημήτριος Καιρίδης.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου