ΣΤΕΛΛΟΥ ΒΑΝΑ
Η Τουρκία τηρεί προσεκτική και ουδέτερη στάση για τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, αποφεύγοντας δημόσιες δηλώσεις ή εκτιμήσεις σχετικά με τους υποψηφίους προέδρους. Αυτή η σιωπή, εκφράζει την πρόθεση της Άγκυρας να αποφύγει πιθανή ανάμειξη, με σκοπό να διατηρήσει σταθερές σχέσεις με την Ουάσιγκτον, ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει αναφερθεί στις προεδρικές εκλογές, τονίζοντας την επιρροή τους στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ειδικά τη σημασία κατανόησης των προτεραιοτήτων και των ανησυχιών της Άγκυρας από την Ουάσιγκτον, αλλά και τη σημασία τους για τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι αποφάσεις των ΗΠΑ επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας.
Ο πρόεδρος Ερντογάν θα μπορούσε να ωφεληθεί τόσο από μια νίκη του Τραμπ όσο και της Χάρις, αλλά και οι δύο περιπτώσεις έχουν “αγκάθια”, σύμφωνα με ειδικούς. Όποιος από τους δύο υποψηφίους καταλήξει στον Λευκό Οίκο, οι πολυδιάστατες και σύνθετες σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας απαιτούν υψηλού επιπέδου διαχείριση κρίσεων, βελτιωμένη συνεργασία και επιστροφή σε διάλογο που, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει παραμελήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, υποστηρίζουν ειδικοί. Μια προεδρία Χάρις, εάν δεν καθοδηγηθεί από συμβούλους με πιο διαλλακτική στάση προς την Τουρκία, τότε είναι πιθανό να διατηρήσει την πολιτική Μπάιντεν, ενώ η επιστροφή του Τραμπ, θα μπορούσε τουλάχιστον, να αναζωογονήσει τον διάλογο που έχει σχεδόν εκλείψει.
Κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες εντάσεις. Επεισόδια, όπως η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον το 2018, οι διαφωνίες για τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας (YPG) και η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στο δίκτυο Γκιουλέν, γνωστό σαν FETÖ, αποτυπώνουν τη συνεχή επιδείνωση των διμερών δεσμών την τελευταία δεκαετία. Τώρα, με την πιθανή επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, η Άγκυρα μπορεί να προσβλέπει σε μια επιστροφή στον διάλογο. Αυτό δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Όταν οι γραφειοκράτες του Ομπάμα επανήλθαν στην εξουσία, οι δίαυλοι διαλόγου ουσιαστικά εκμηδενίστηκαν, με πολλές υποθέσεις όπως, η συμφωνία για τα F-16, τα F-35 και τη βόρεια Συρία να παραμένουν εκκρεμείς.
Η σχέση Τραμπ-Ερντογάν
Τα προβλήματα ξεκίνησαν το 2003, με την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, και συνεχίστηκαν στις θητείες των προέδρων Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν. Ωστόσο, ο Τραμπ άκουγε τις ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά με το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο ελέγχει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή από το 2015. Η πίεση από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, όμως, εμπόδισε τον Τραμπ να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Συρία, όπως ζητούσε η Τουρκία. Η επανεκλογή του Τραμπ ίσως αναζωογονήσει τον αμερικανοτουρκικό διάλογο και διευθετήσει ορισμένες κρίσεις, όπως αυτή που αφορά τη Συρία.
Οι Τραμπ και Ερντογάν έχουν συναντηθεί συνολικά εννέα φορές, σε αντίθεση με μία μόνο συνάντηση του Μπάιντεν με τον Ερντογάν, το 2021. Αυτές οι συναντήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ο Τραμπ, αν και απρόβλεπτος, πρόβαλε περισσότερο τη διαπροσωπική σχέση του με τον Ερντογάν, η οποία βοήθησε στη μείωση των εντάσεων, παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν δεν επισκέφθηκε ούτε μία φορά την Τουρκία, αλλά ούτε κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Αρνήθηκε, μάλιστα, να διακόψει τη στήριξή της στον κουρδικό YPG και να εκδώσει τον Γκιουλέν και άλλα στελέχη της FETÖ. Αντίθετα με τον Τραμπ, ο Μπάιντεν, ακολούθησε μια σταθερή, επί το πλείστον θεσμική και συνεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, χωρίς απότομες αλλαγές ή αντιφάσεις.
Πιο πρόσφατα, η Άγκυρα, ως ένθερμος υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήματος, έχει επανειλημμένα κατακρίνει τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν για την παροχή στρατιωτικής και πολιτικής κάλυψης στο Ισραήλ και τις “πολεμικές του εγκληματικές ενέργειες”. Επίσης, η Τουρκία, θεωρεί απαράδεκτη τη σταθερή υποστήριξη του Τραμπ στο Ισραήλ. Αρκετοί Τούρκοι θεωρούν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η Χάρις –δεν έχει δώσει δείγματα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής– θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημιά που έχει προκαλέσει ο Μπάιντεν στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, ή να εφαρμόσει νέα πολιτική προς την Τουρκία.
Η Τουρκία τηρεί προσεκτική και ουδέτερη στάση για τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, αποφεύγοντας δημόσιες δηλώσεις ή εκτιμήσεις σχετικά με τους υποψηφίους προέδρους. Αυτή η σιωπή, εκφράζει την πρόθεση της Άγκυρας να αποφύγει πιθανή ανάμειξη, με σκοπό να διατηρήσει σταθερές σχέσεις με την Ουάσιγκτον, ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει αναφερθεί στις προεδρικές εκλογές, τονίζοντας την επιρροή τους στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ειδικά τη σημασία κατανόησης των προτεραιοτήτων και των ανησυχιών της Άγκυρας από την Ουάσιγκτον, αλλά και τη σημασία τους για τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι αποφάσεις των ΗΠΑ επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας.
Ο πρόεδρος Ερντογάν θα μπορούσε να ωφεληθεί τόσο από μια νίκη του Τραμπ όσο και της Χάρις, αλλά και οι δύο περιπτώσεις έχουν “αγκάθια”, σύμφωνα με ειδικούς. Όποιος από τους δύο υποψηφίους καταλήξει στον Λευκό Οίκο, οι πολυδιάστατες και σύνθετες σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας απαιτούν υψηλού επιπέδου διαχείριση κρίσεων, βελτιωμένη συνεργασία και επιστροφή σε διάλογο που, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει παραμελήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, υποστηρίζουν ειδικοί. Μια προεδρία Χάρις, εάν δεν καθοδηγηθεί από συμβούλους με πιο διαλλακτική στάση προς την Τουρκία, τότε είναι πιθανό να διατηρήσει την πολιτική Μπάιντεν, ενώ η επιστροφή του Τραμπ, θα μπορούσε τουλάχιστον, να αναζωογονήσει τον διάλογο που έχει σχεδόν εκλείψει.
Κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες εντάσεις. Επεισόδια, όπως η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον το 2018, οι διαφωνίες για τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας (YPG) και η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στο δίκτυο Γκιουλέν, γνωστό σαν FETÖ, αποτυπώνουν τη συνεχή επιδείνωση των διμερών δεσμών την τελευταία δεκαετία. Τώρα, με την πιθανή επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, η Άγκυρα μπορεί να προσβλέπει σε μια επιστροφή στον διάλογο. Αυτό δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Όταν οι γραφειοκράτες του Ομπάμα επανήλθαν στην εξουσία, οι δίαυλοι διαλόγου ουσιαστικά εκμηδενίστηκαν, με πολλές υποθέσεις όπως, η συμφωνία για τα F-16, τα F-35 και τη βόρεια Συρία να παραμένουν εκκρεμείς.
Η σχέση Τραμπ-Ερντογάν
Τα προβλήματα ξεκίνησαν το 2003, με την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, και συνεχίστηκαν στις θητείες των προέδρων Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν. Ωστόσο, ο Τραμπ άκουγε τις ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά με το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο ελέγχει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή από το 2015. Η πίεση από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, όμως, εμπόδισε τον Τραμπ να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Συρία, όπως ζητούσε η Τουρκία. Η επανεκλογή του Τραμπ ίσως αναζωογονήσει τον αμερικανοτουρκικό διάλογο και διευθετήσει ορισμένες κρίσεις, όπως αυτή που αφορά τη Συρία.
Οι Τραμπ και Ερντογάν έχουν συναντηθεί συνολικά εννέα φορές, σε αντίθεση με μία μόνο συνάντηση του Μπάιντεν με τον Ερντογάν, το 2021. Αυτές οι συναντήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ο Τραμπ, αν και απρόβλεπτος, πρόβαλε περισσότερο τη διαπροσωπική σχέση του με τον Ερντογάν, η οποία βοήθησε στη μείωση των εντάσεων, παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν δεν επισκέφθηκε ούτε μία φορά την Τουρκία, αλλά ούτε κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Αρνήθηκε, μάλιστα, να διακόψει τη στήριξή της στον κουρδικό YPG και να εκδώσει τον Γκιουλέν και άλλα στελέχη της FETÖ. Αντίθετα με τον Τραμπ, ο Μπάιντεν, ακολούθησε μια σταθερή, επί το πλείστον θεσμική και συνεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, χωρίς απότομες αλλαγές ή αντιφάσεις.
Πιο πρόσφατα, η Άγκυρα, ως ένθερμος υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήματος, έχει επανειλημμένα κατακρίνει τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν για την παροχή στρατιωτικής και πολιτικής κάλυψης στο Ισραήλ και τις “πολεμικές του εγκληματικές ενέργειες”. Επίσης, η Τουρκία, θεωρεί απαράδεκτη τη σταθερή υποστήριξη του Τραμπ στο Ισραήλ. Αρκετοί Τούρκοι θεωρούν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η Χάρις –δεν έχει δώσει δείγματα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής– θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημιά που έχει προκαλέσει ο Μπάιντεν στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, ή να εφαρμόσει νέα πολιτική προς την Τουρκία.
Πιο εποικοδομητική προσέγγιση
Ωστόσο, υπάρχουν και οι πιο αισιόδοξοι που πιστεύουν σε μια αλλαγή πολιτικής από τη Χάρις, εάν εκλεγεί. Μπορεί να επιδιώξει έναν πιο ισχυρό και θετικό διάλογο με την Άγκυρα, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας χρειάζονται ανασυγκρότηση και οι εξελίξεις μπορεί να προσφέρουν ευκαιρίες για μια πιο εποικοδομητική προσέγγιση. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις για την ενδεχόμενη προεδρία Χάρις αντικατοπτρίζουν μια πιθανή αλλαγή στην κατεύθυνση της πολιτικής της Ουάσινγκτον στην περιοχή, δεδομένων των αυξανόμενων προκλήσεων και αναταραχών. Η εστίαση σε μια πιο σταθερή και συνεργατική προσέγγιση με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, μπορεί να είναι αναγκαία στρατηγική.
Ένας κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας είναι ότι, ο ίδιος ο Ερντογάν, έχει οικοδομήσει την πολιτική του εικόνα στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως στην εκλογική βάση του, ως ηγέτης στο τιμόνι μιας ισχυρής και ανερχόμενης δύναμης. Αυτή η στρατηγική τον ενισχύει, προβάλλοντας την ηγεσία του σαν εγγύηση για περαιτέρω ανάπτυξη και σταθερότητα στην Τουρκία, γεγονός που του εξασφαλίζει λαϊκή υποστήριξη.
Στην ομιλία του ανήμερα της 101ης επετείου από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο Ερντογάν τόνισε τη στρατηγική σημασία της ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, δηλώνοντας ότι η Τουρκία έχει κατακτήσει την κορυφή στην παγκόσμια παραγωγή ένοπλων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Από το 2018, το 65% των παγκόσμιων πωλήσεων UAV/drones πραγματοποιείται από τουρκικές εταιρείες, γεγονός που αναδεικνύει την τεχνολογική πρόοδο της χώρας στον τομέα αυτό. Εξήγγειλε επίσης, την ενίσχυση της χώρας με πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να ενισχύσει περαιτέρω τις αμυντικές της δυνατότητες και να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια.
Εν κατακλείδι: Η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια κομβική καμπή των σχέσεών τους, καθώς η πολιτική κατεύθυνση και η στρατηγική συνεργασία τους θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Ο διάλογος και η συνεργασία αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την επίλυση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες. Είτε υπό τον Τραμπ είτε υπό τη Χάρις, η ανάγκη για μια ισχυρή και εποικοδομητική σχέση είναι πιο επιτακτική από ποτέ, με την τουρκική αμυντική στρατηγική να παραμένει θεμέλιος λίθος της πολιτικής της Άγκυρας.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου