Γιατί πάει στη συνάντηση με τον Τατάρ ο ίδιος ο Χριστοδουλίδης και όχι ένας ειδικός διαπραγματευτής, εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας;
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου«Λύσσαξε» κυριολεκτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης να συνεχιστεί ο διάλογος για την «επίλυση» του Κυπριακού. Κάτι που ασφαλώς δεν θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, καθόλου κακό. Είναι όμως σήμερα πολύ κακό, όταν η κυβέρνηση της Αθήνας επιδιώκει και η κυβέρνηση της Λευκωσίας αποδέχεται τη «λύση» του Κυπριακού μέσω μιας νεκρανάστασης του εξωφρενικού σχεδίου Ανάν. Και μάλιστα σε μια ακόμα πιο τερατώδη εκδοχή, με εκ περιτροπής προεδρίες και άλλα μέτρα που ολοκληρώνουν τη μετατροπή του κυπριακού κράτους σε «σούργελο», πίσω από το οποίο αποκρύπτεται επιμελώς η μετατροπή του και τυπικά, γιατί ουσιαστικά είναι ήδη, αλλά και οι τύποι έχουν μεγάλη σημασία, σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Ισραήλ και της Διεθνούς του Χρήματος, με «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα» της Τουρκίας.
Ειρήσθω εν παρόδω η Κύπρος περιλαμβάνεται σε όλους τους χάρτες του μεγάλου Ισραήλ, αυτό που παλεύουν τώρα να φτιάξουν στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο με τα όπλα και τις βόμβες. Οι φίλοι μας οι Ισραηλινοί έχουν ελέγξει ήδη την Κύπρο, τουλάχιστον τις ελεύθερες περιοχές, παρακολουθώντας τους πάντες, όπως και στην Ελλάδα, και αγοράζοντας τους πάντες και τα πάντα, χωρίς κατά τα φαινόμενα να ενοχλεί αυτό κανέναν ιδιαίτερα, ούτε τους «ενδοτικούς», ούτε και τους «εθνικόφρονες». Το Χρήμα έχει φαίνεται την ιδιότητα να παράγει (αντ)εθνική ενότητα!
Εννοείται ότι όλοι αυτοί οι «διάλογοι» για την επίλυση του Κυπριακού γίνονται χωρίς την παραμικρή συμμετοχή των ίδιων των λαών, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, που θα κληθούν να ζήσουν με τους παραλογισμούς που επιβάλλουν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων στις ξενόδουλες ελίτ Αθηνών και Λευκωσίας. Μάλιστα, λέγεται, μένει όμως να επιβεβαιωθεί, ότι ο ΟΗΕ ετοιμάζεται, μετά από εισήγηση της νέας ειδικής απεσταλμένης του, να προτείνει να απαλείψουν τη φόρμουλα περί δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή την απόρριψη της τελικής λύσης (που κινδυνεύει όντως να αποδειχθεί «τελική λύση» για τους Ελληνοκύπριους).
Όχι μόνο «λύσσαξε» ο Έλληνας Πρωθυπουργός, αλλά και επαίρεται γιατί κατάφερε να πετύχει συνάντηση του ΓΓ του ΟΗΕ Γκουτέρες, με τον πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Χριστοδουλίδη και της «ΤΔΒΚ» Τατάρ. Ο κ. Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι είναι κατά των «δύο κρατών», αλλά στην πράξη δεν έχει αντίρρηση να μεταχειρίζεται ο ΓΓ του ΟΗΕ την Κυπριακή Δημοκρατία και την «ΤΔΒΚ» ως δύο κράτη. Γιατί πάει στη συνάντηση ο ίδιος ο Χριστοδουλίδης και όχι ένας ειδικός διαπραγματευτής, εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας; Είναι συνάντηση Ελληνοκυπρίων με Τουρκοκυπρίους ή Κυπριακής Δημοκρατίας με «ΤΔΒΚ»;
Λέγεται ότι στη συνάντηση ο Γκουτέρες θα εγχειρίσει στους Χριστοδουλίδη και Τατάρ έγγραφο με το οποίο θα επιχειρήσει να τους δεσμεύσει ακόμα περισσότερο στη «νέα-παλαιά» διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού δια της διαλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κυπριακή προεδρία δεν φαίνεται να έχει ιδέα για το τι ακριβώς θα περιέχει αυτό το έγγραφο, δέχτηκε όμως κατά τα φαινόμενα να πάει «γυμνή στα αγκάθια» στη συνάντηση υπό την πίεση του κ. Μητσοτάκη, ολόκληρη η οικογένεια του οποίου υπήρξε πάντα φανατικός και ενεργός οπαδός του σχεδίου Ανάν, αδιαφορώντας για το ότι το σχέδιο αυτό, διαλύοντας το κράτος, θα αφήσει τους Ελληνοκύπριους ως ανυπεράσπιστη και συρρικνούμενη κοινότητα στην ίδια τη χώρα τους, πιασμένη ως σάντουιτς ανάμεσα στην ασφυκτική πίεση των Ισραηλινών, των Αγγλοαμερικανών και των Τούρκων, εις αναζήτηση και μη ευρίσκουσα κηδεμόνα! Αν γίνει κάτι τέτοιο θα εκπληρώσει και τον διακαή πόθο των ελληνικών ελίτ να απαλλαγούν επιτέλους και από την Κύπρο και από το κυπριακό.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, αν η συνάντηση αυτή αποτύχει η ευθύνη θα αποδοθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αν πετύχει, η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπει -κυριολεκτικά, όχι ως σχήμα λόγου- ξανά στο δρόμο της καταστροφής! Και σε κάθε περίπτωση η Λευκωσία θα έχει φορτωθεί ξανά με μια νέα τερατωδία που θα φέρει την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
Η «διχοτόμηση»
Ο μεγάλος «καημός» του Κυριάκου είναι, όπως λέει ο ίδιος, να αποφευχθεί η διχοτόμηση, τα δύο κράτη στην Κύπρο. Το είπε μάλιστα και μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Σοβαρολογούν ή κοροϊδεύουν την κοινωνία οι Ελλαδίτες και οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί; Αυτοί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των κρατών τους. Πότε αποδέχονται μνημόνια που τα καταστρέφουν και πότε αφήνουν τους Τούρκους να κυκλοφορούν μεταξύ Κάσου και Καρπάθου. Τώρα λένε ότι θέλουν να ανατρέψουν το 1974; Γιατί τότε έγινε η διχοτόμηση, το 1974, με την εισβολή και τον επόμενο χρόνο με τη συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς για ανταλλαγή των πληθυσμών. Η κυριαρχία πάει με τον λαό, έλεγε ο Θουκυδίδης. ‘Αμα φύγουν οι άνθρωποι από το μέρος τους, δύσκολα θα διεκδικήσουν κυριαρχία.
Αν θέλει πράγματι να αποφύγει τη διχοτόμηση, όπως λέει, ο κ. Μητσοτάκης θα ζήταγε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο (που είναι ολόκληρη νομικά και έδαφος της Ε.Ε.) και την αντικατάστασή τους είτε από μια ευρωπαϊκή δύναμη (αφού και οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία θέλουν να μπουν στην Ε.Ε.), είτε από μια διεθνή δύναμη του ΟΗΕ. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα επεξέτεινε την κυριαρχία της στο κατεχόμενο σήμερα τμήμα της νήσου, έως ότου οι δύο κοινότητες, χωρίς την απειλή του τουρκικού στρατού και προς τους Ελληνοκύπριους, αλλά και προς πολλούς Τουρκοκύπριους, έβρισκαν μια συμφωνία οργάνωσης των σχέσεών τους.
Το 1974 η Τουρκία, με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, όπου κυριαρχούσε ο Κίσσινγκερ, ο ιστορικά πιο διακεκριμένος και ισχυρός εκπρόσωπος του ισραηλινού λόμπυ στην Αμερική, απέσπασε από την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας σχεδόν το μισό νησί.
Αλλά ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε οι Κύπριοι ιθύνοντες ζητάνε στην πραγματικότητα να ανατρέψουν όντως τα δεδομένα του 1974. Αντίθετα, με το σχέδιο Ανάν σε διάφορες παραλλαγές που εξακολουθούν να συζητάνε Λευκωσία και Αθήνα, παρά την απόρριψή του από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, προκρίνουν μια εξέλιξη χίλιες φορές χειρότερη από τη διχοτόμηση (*), δηλαδή να εκχωρήσει ο κυπριακός λαός την κυριαρχία που σήμερα ασκεί τουλάχιστο στις ελεύθερες περιοχές, σε διάφορους τρίτους, δηλαδή στη συλλογική Δύση και στο Χρήμα, μαζί και στην Τουρκία, που, ως σοβαρό κράτος που είναι, δεν θα φύγει ποτέ από την Κύπρο, χωρίς πολύ σοβαρούς λόγους να το κάνει. Για μια ευσύνοπτη κριτική του σχεδίου Ανάν παραπέμπω στο άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη στην Καθημερινή, λίγο μετά το δημοψήφισμα του 2004.
Με τα σχέδια που συζητάνε δεν παίρνουν πίσω αυτό που έχασε ο λαός και το κράτος της Κύπρου το 1974, δίνουν και το υπόλοιπο!
(*) Όταν λέμε ότι η διχοτόμηση είναι χίλιες φορές καλύτερα από τους παραλογισμούς των σχεδίων Ανάν, εννοούμε βέβαια πλήρη διχοτόμηση, πιθανώς και με επιστροφές εδαφών έναντι αναγνώρισης ή και ειδικούς περιοριστικούς όρους για τα τουρκικά στρατεύματα στο νησί ή άλλα μέτρα. Ασφαλώς όχι μια επανένωση δύο κρατιδίων υπό μορφή συνομοσπονδίας που θα ενταχθεί ολόκληρη στην Ε.Ε.. Μια τέτοια λύση θα ήταν απολύτως καταστροφική και θα ενέτασσε από το παράθυρο και την Τουρκία στην ΕΕ, χωρίς εκπλήρωση οποιουδήποτε όρου, με δυσμενέστατες συνέπειες και για την Ελλάδα. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη της ιστορίας των διεθνών συγκρούσεων είναι ένα: Δεν παίζουμε με την κυριαρχία!
Ο μεγάλος «καημός» του Κυριάκου είναι, όπως λέει ο ίδιος, να αποφευχθεί η διχοτόμηση, τα δύο κράτη στην Κύπρο. Το είπε μάλιστα και μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Σοβαρολογούν ή κοροϊδεύουν την κοινωνία οι Ελλαδίτες και οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί; Αυτοί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των κρατών τους. Πότε αποδέχονται μνημόνια που τα καταστρέφουν και πότε αφήνουν τους Τούρκους να κυκλοφορούν μεταξύ Κάσου και Καρπάθου. Τώρα λένε ότι θέλουν να ανατρέψουν το 1974; Γιατί τότε έγινε η διχοτόμηση, το 1974, με την εισβολή και τον επόμενο χρόνο με τη συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς για ανταλλαγή των πληθυσμών. Η κυριαρχία πάει με τον λαό, έλεγε ο Θουκυδίδης. ‘Αμα φύγουν οι άνθρωποι από το μέρος τους, δύσκολα θα διεκδικήσουν κυριαρχία.
Αν θέλει πράγματι να αποφύγει τη διχοτόμηση, όπως λέει, ο κ. Μητσοτάκης θα ζήταγε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο (που είναι ολόκληρη νομικά και έδαφος της Ε.Ε.) και την αντικατάστασή τους είτε από μια ευρωπαϊκή δύναμη (αφού και οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία θέλουν να μπουν στην Ε.Ε.), είτε από μια διεθνή δύναμη του ΟΗΕ. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα επεξέτεινε την κυριαρχία της στο κατεχόμενο σήμερα τμήμα της νήσου, έως ότου οι δύο κοινότητες, χωρίς την απειλή του τουρκικού στρατού και προς τους Ελληνοκύπριους, αλλά και προς πολλούς Τουρκοκύπριους, έβρισκαν μια συμφωνία οργάνωσης των σχέσεών τους.
Το 1974 η Τουρκία, με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, όπου κυριαρχούσε ο Κίσσινγκερ, ο ιστορικά πιο διακεκριμένος και ισχυρός εκπρόσωπος του ισραηλινού λόμπυ στην Αμερική, απέσπασε από την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας σχεδόν το μισό νησί.
Αλλά ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε οι Κύπριοι ιθύνοντες ζητάνε στην πραγματικότητα να ανατρέψουν όντως τα δεδομένα του 1974. Αντίθετα, με το σχέδιο Ανάν σε διάφορες παραλλαγές που εξακολουθούν να συζητάνε Λευκωσία και Αθήνα, παρά την απόρριψή του από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, προκρίνουν μια εξέλιξη χίλιες φορές χειρότερη από τη διχοτόμηση (*), δηλαδή να εκχωρήσει ο κυπριακός λαός την κυριαρχία που σήμερα ασκεί τουλάχιστο στις ελεύθερες περιοχές, σε διάφορους τρίτους, δηλαδή στη συλλογική Δύση και στο Χρήμα, μαζί και στην Τουρκία, που, ως σοβαρό κράτος που είναι, δεν θα φύγει ποτέ από την Κύπρο, χωρίς πολύ σοβαρούς λόγους να το κάνει. Για μια ευσύνοπτη κριτική του σχεδίου Ανάν παραπέμπω στο άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη στην Καθημερινή, λίγο μετά το δημοψήφισμα του 2004.
Με τα σχέδια που συζητάνε δεν παίρνουν πίσω αυτό που έχασε ο λαός και το κράτος της Κύπρου το 1974, δίνουν και το υπόλοιπο!
(*) Όταν λέμε ότι η διχοτόμηση είναι χίλιες φορές καλύτερα από τους παραλογισμούς των σχεδίων Ανάν, εννοούμε βέβαια πλήρη διχοτόμηση, πιθανώς και με επιστροφές εδαφών έναντι αναγνώρισης ή και ειδικούς περιοριστικούς όρους για τα τουρκικά στρατεύματα στο νησί ή άλλα μέτρα. Ασφαλώς όχι μια επανένωση δύο κρατιδίων υπό μορφή συνομοσπονδίας που θα ενταχθεί ολόκληρη στην Ε.Ε.. Μια τέτοια λύση θα ήταν απολύτως καταστροφική και θα ενέτασσε από το παράθυρο και την Τουρκία στην ΕΕ, χωρίς εκπλήρωση οποιουδήποτε όρου, με δυσμενέστατες συνέπειες και για την Ελλάδα. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη της ιστορίας των διεθνών συγκρούσεων είναι ένα: Δεν παίζουμε με την κυριαρχία!
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου